- βλάττη
- Γένος κατσαρίδων. Τα σπουδαιότερα είδη του είναι η β. η αμερικανική,κατσαρίδα κυρίως των πλοίων, και η β. ηανατολική,κατσαρίδα των σπιτιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… … Dictionary of Greek
Cockroach — For other uses, see Cockroach (disambiguation). Cockroach Common household roaches A) German cockroach B) American cockroach C) Australian cockroach D E) Oriental cockroach (♀ & … Wikipedia
ATTACUS — Graece ἀττἀκης vel ἀττακὸς, Levit. c. 11. v. 22. locustae species, forte ἀπὸ τοῦ ἄττειν, a sahendo, ut vulgari linguâ saltarella. Nisi idem ἀττακὸς, quod ἀςτακὸς, Aeolum dialectô; quibus πίςτις est πίττις, unde fides, et βλάςτη βλάττη, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
βλάττα — η (AM βλάττα, Α και βλάττη) νεοελλ. 1. γένος δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως μεγάλη ή μαύρη κατσαρίδα 2. η ευλογιά 3. η ουλή που αφήνει η ευλογιά 4. βαρύ και θανατηφόρο νόσημα αρχ. η πορφύρα και η βαφή της. [ΕΤΥΜΟΛ. Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης… … Dictionary of Greek
Βλαττάδων ή Βλατταίων, μονή — Ιστορικό μοναστήρι της Θεσσαλονίκης, χτισμένο στο παλιό βόρειο τμήμα της πόλης, κοντά στο τείχος του Επταπυργίου. Ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αι. από τους Κρητικής καταγωγής αδελφούς Μάρκο και Δωρόθεο Βλαττή, τον μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
κατσαρίδα — η το έντομο «βλάττη»: Να πάρουμε φάρμακο για τις κατσαρίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)